- άπνοια
- ητέλεια έλλειψη ανέμου, κάλμα: Η άπνοια εκείνης της μέρας δεν είχε το προηγούμενό της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπνοίᾳ — ἀπνοίᾱͅ , ἄπνοια freedom from wind fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπνοια — freedom from wind fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπνοια — Απόλυτη νηνεμία, έλλειψη κάθε πνοής ανέμου, το μηδέν κάθε ανεμομετρικής κλίμακας. Η απόλυτη γαλήνη στην επιφάνεια της θάλασσας απαιτεί αναγκαστικά έλλειψη κάθε πνοής ανέμου πάνω από αυτήν. Toαντίστροφο όμως δεν αληθεύει πάντοτε, γιατί με ά. δεν… … Dictionary of Greek
ἀπνοίας — ἀπνοίᾱς , ἄπνοια freedom from wind fem acc pl ἀπνοίᾱς , ἄπνοια freedom from wind fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπνοιῶν — ἄπνοια freedom from wind fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπνοίαις — ἄπνοια freedom from wind fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπνοιαι — ἄπνοια freedom from wind fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπνοιαν — ἄπνοια freedom from wind fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
Apnea — SignSymptom infobox Name = Apnea ICD10 = ICD9 = ICD9|786.03 Apnea, apnoea, or apnœa ( el. απνοια, from α , privative, πνεειν, to breathe) is a technical term for suspension of external breathing. During apnea there is no movement of the muscles… … Wikipedia